www.apolytrosis.gr
Σέ πρόλαβε ἡ φουρτούνα καί σύ δείλιασες. Τό σκοτάδι σέ ζώνει καί φῶς πουθενά. Μικρή ἡ βαρκούλα σου κι ἡ θάλασσα δέν λέει νά γαληνέψει. Ψυχή μου, ἀπόκαμες. Κι ὅμως, πρέπει νά περπατήσεις πάνω στ᾽ ἀγριεμένα κύματα. Πῶς μπορεῖ νά σοῦ ζητᾶνε κάτι τέτοιο; Δέν βλέπουνε τό ἀδύνατο σκαρί σου; Οὔτε ὅτι ἡ θύελλα μαίνεται τόσο καιρό κι ἐσύ κουράστηκες, διαλύεσαι, δέν μπορεῖς ἄλλο; Πονᾶς, δακρύζεις, γονατίζεις μέ πίστη καί στήν προσευχή σου ζητᾶς ἐπίμονα νά σ᾽ ἀπαλλάξει ὁ Θεός ἀπ᾽ αὐτό τό ἀσήκωτο βάρος. Ἀλλά Ἐκεῖνος δέν σ᾽ ἀκούει. Ἔτσι λές κι ἀναρωτιέσαι «γιατί;».
Πρίν ἀφεθεῖς νά λυγίσεις, πρίν μπεῖς στόν πειρασμό νά δώσεις ἐσύ τό τέλος στή φουρτούνα, μέ ὅποιον τρόπο κρίνεις κι ἄς μήν Τοῦ ἀρέσει, πρίν σέ τυλίξει τό ἔρεβος, ζητῶ μιά τελευταία χάρη: Ψυχή μου, κοιτάξου στόν καθρέπτη κατάματα, μέ εἰλικρίνεια, χωρίς ἐνδιάμεσα παραπετάσματα τοῦ κόσμου τούτου, πού σοῦ θολώνουν τήν εἰκόνα. Κοιτάξου ἁπλά, κι ὕστερα πές μου: Σέ ποιό Θεό προσεύχεσαι, σέ ποιό Θεό πιστεύεις;
Μήπως ἔχεις ἀποθέσει τίς ἐλπίδες σου σ᾽ ἕνα θεό πού δέν εἶναι παντογνώστης καί δέν ξέρει οὔτε τά βάσανά σου, οὔτε τίς φτωχές σου δυνάμεις; Μήπως περιμένεις πολλά ἀπό ἕνα θεό πού δέν εἶναι ἀρκετά παντοδύναμος, ὥστε νά σ᾽ ἀπαλλάξει ἀπό τό βάρος; Ἤ μήπως ὁ θεός σου ξέρει καί μπορεῖ, ἀλλά δέν πολυνοιάζεται, ἄρα δέν εἶναι ὅσο πανάγαθος νομίζεις;
Τρόμαξες καί τό πρόσωπό σου ἀποστρέφεις. Μή γένοιτο, ἐσένα δέν σοῦ πέρασε ποτέ μιά τέτοια ἰδέα. Ἐσύ πάντοτε ἔλεγες πώς Θεός σου εἶναι ὁ ἄλλος Θεός.
Μά τότε; Ἄν ὁ δικός σου Κύριος εἶναι ὁ παντογνώστης, παντοδύναμος καί πανάγαθος Θεός τῶν χριστιανῶν, τότε γιατί βουλιάζεις; Δέν εἶναι Αὐτός πού μετρημένες ἔχει τίς τρίχες τῆς κεφαλῆς σου καί μιά δέν πέφτει χωρίς τό δικό Του θέλημα; Πῶς λές ὅτι δέν μέτρησε σωστά τή δύναμή σου; Δέν εἶναι Αὐτός πού ἔθρεψε λαό 5.000 μέ δυό ψάρια καί πέντε ψωμιά; Πῶς τό ξεχνᾶς καί πᾶς ἐσύ νά δώσεις λύση σάν νά ξέρεις καί νά μπορεῖς καλύτερα; Δέν εἶναι Αὐτός πού θυσιάστηκε γιά σένα; Κοίτα! Δέν εἶν᾽ Αὐτός πού πλησιάζει ἀπ᾽ τό σκοτάδι καί περπατᾶ πάνω στά κύματα μόνο καί μόνο γιά νά μή φοβᾶσαι; Ἄν δέν Τόν ἀντιλήφθηκες ὥς τώρα, ἴσως νά φταίει ὅτι κοιτᾶς ἀλλοῦ. Ψυχή μου, πρόσεξε, μήν ἀκουστεῖ γιά σένα αὐστηρή ἡ φωνή Του· «Ὀλιγόπιστε, εἰς τί ἐδίστασας;».
Ἀφοῦ ὁ πανάγαθος, παντοδύναμος καί παντογνώστης Θεός δέν σταματᾶ τή θύελλα ὅταν θές, καί σοῦ ζητᾶ καί σύ στά κύματα νά περπατήσεις, ἕνα μόνο σημαίνει: ὅτι καί πρέπει καί μπορεῖς.
Γι᾽ αὐτό ἀναθάρρησε. «Θαρσεῖτε», σοῦ φωνάζει, «ἐγώ εἰμι». Μή φοβηθεῖς τόν ἄνεμο, ἄσε τον νά σφυρίζει. Μή σκύβεις πρός τά κύματα, ἄφησέ τα ν᾽ ἀφρίζουν. Μόνο τό πρόσωπό Του νά κοιτᾶς. Ἐκεῖ στρέψε τό βλέμμα σου, καί στοῦ Κυρίου τή μορφή σκαλώσου. Κράτα τό χέρι πού σοῦ ἁπλώνει καί ἡ φουρτούνα νά μή σέ τρομάζει. Δέν εἶναι πιά γιά σένα ἀπειλή. Τά κύματα ἴσως σέ βρέξουν γιά καιρό ἀκόμα μά πίστεψέ το: Ὅπως τότε οἱ μαθητές, οὔτε κι ἐσύ θά καταλάβεις πῶς θά βρεθεῖς μ᾽ ἀσφάλεια σέ γαλήνιο λιμάνι.
Πρίν ἀφεθεῖς νά λυγίσεις, πρίν μπεῖς στόν πειρασμό νά δώσεις ἐσύ τό τέλος στή φουρτούνα, μέ ὅποιον τρόπο κρίνεις κι ἄς μήν Τοῦ ἀρέσει, πρίν σέ τυλίξει τό ἔρεβος, ζητῶ μιά τελευταία χάρη: Ψυχή μου, κοιτάξου στόν καθρέπτη κατάματα, μέ εἰλικρίνεια, χωρίς ἐνδιάμεσα παραπετάσματα τοῦ κόσμου τούτου, πού σοῦ θολώνουν τήν εἰκόνα. Κοιτάξου ἁπλά, κι ὕστερα πές μου: Σέ ποιό Θεό προσεύχεσαι, σέ ποιό Θεό πιστεύεις;
Μήπως ἔχεις ἀποθέσει τίς ἐλπίδες σου σ᾽ ἕνα θεό πού δέν εἶναι παντογνώστης καί δέν ξέρει οὔτε τά βάσανά σου, οὔτε τίς φτωχές σου δυνάμεις; Μήπως περιμένεις πολλά ἀπό ἕνα θεό πού δέν εἶναι ἀρκετά παντοδύναμος, ὥστε νά σ᾽ ἀπαλλάξει ἀπό τό βάρος; Ἤ μήπως ὁ θεός σου ξέρει καί μπορεῖ, ἀλλά δέν πολυνοιάζεται, ἄρα δέν εἶναι ὅσο πανάγαθος νομίζεις;
Τρόμαξες καί τό πρόσωπό σου ἀποστρέφεις. Μή γένοιτο, ἐσένα δέν σοῦ πέρασε ποτέ μιά τέτοια ἰδέα. Ἐσύ πάντοτε ἔλεγες πώς Θεός σου εἶναι ὁ ἄλλος Θεός.
Μά τότε; Ἄν ὁ δικός σου Κύριος εἶναι ὁ παντογνώστης, παντοδύναμος καί πανάγαθος Θεός τῶν χριστιανῶν, τότε γιατί βουλιάζεις; Δέν εἶναι Αὐτός πού μετρημένες ἔχει τίς τρίχες τῆς κεφαλῆς σου καί μιά δέν πέφτει χωρίς τό δικό Του θέλημα; Πῶς λές ὅτι δέν μέτρησε σωστά τή δύναμή σου; Δέν εἶναι Αὐτός πού ἔθρεψε λαό 5.000 μέ δυό ψάρια καί πέντε ψωμιά; Πῶς τό ξεχνᾶς καί πᾶς ἐσύ νά δώσεις λύση σάν νά ξέρεις καί νά μπορεῖς καλύτερα; Δέν εἶναι Αὐτός πού θυσιάστηκε γιά σένα; Κοίτα! Δέν εἶν᾽ Αὐτός πού πλησιάζει ἀπ᾽ τό σκοτάδι καί περπατᾶ πάνω στά κύματα μόνο καί μόνο γιά νά μή φοβᾶσαι; Ἄν δέν Τόν ἀντιλήφθηκες ὥς τώρα, ἴσως νά φταίει ὅτι κοιτᾶς ἀλλοῦ. Ψυχή μου, πρόσεξε, μήν ἀκουστεῖ γιά σένα αὐστηρή ἡ φωνή Του· «Ὀλιγόπιστε, εἰς τί ἐδίστασας;».
Ἀφοῦ ὁ πανάγαθος, παντοδύναμος καί παντογνώστης Θεός δέν σταματᾶ τή θύελλα ὅταν θές, καί σοῦ ζητᾶ καί σύ στά κύματα νά περπατήσεις, ἕνα μόνο σημαίνει: ὅτι καί πρέπει καί μπορεῖς.
Γι᾽ αὐτό ἀναθάρρησε. «Θαρσεῖτε», σοῦ φωνάζει, «ἐγώ εἰμι». Μή φοβηθεῖς τόν ἄνεμο, ἄσε τον νά σφυρίζει. Μή σκύβεις πρός τά κύματα, ἄφησέ τα ν᾽ ἀφρίζουν. Μόνο τό πρόσωπό Του νά κοιτᾶς. Ἐκεῖ στρέψε τό βλέμμα σου, καί στοῦ Κυρίου τή μορφή σκαλώσου. Κράτα τό χέρι πού σοῦ ἁπλώνει καί ἡ φουρτούνα νά μή σέ τρομάζει. Δέν εἶναι πιά γιά σένα ἀπειλή. Τά κύματα ἴσως σέ βρέξουν γιά καιρό ἀκόμα μά πίστεψέ το: Ὅπως τότε οἱ μαθητές, οὔτε κι ἐσύ θά καταλάβεις πῶς θά βρεθεῖς μ᾽ ἀσφάλεια σέ γαλήνιο λιμάνι.
Μαρτινιανή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου